- πολυθεματισμός
- ο, Νβλ. πολυθεματικότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυθεματικότητα — η, και πολυθεματισμός, ο, Ν μουσ. 1. η χρήση περισσότερων τού ενός μουσικών θεμάτων σε μία σύνθεση 2. η παράλληλη συνήχηση περισσότερων τού ενός ποιητικών κειμένων στα μοτέτα τού 13ου και τού 14ου αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θέμα, ατος + κατάλ … Dictionary of Greek